- κατάπικρος
- -η, -οπάρα πολύ πικρός: Τα ραδίκια ήταν κατάπικρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάπικρος — very bitter masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπικρος — η, ο (Α κατάπικρος, ον) (επιτ. τ. τού πικρός) πολύ πικρός αρχ. μτφ. καταλυπημένος, καταπικραμένος … Dictionary of Greek
κατάπικρον — κατάπικρος very bitter masc/fem acc sg κατάπικρος very bitter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίκροις — κατάπικρος very bitter masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπικροι — κατάπικρος very bitter masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκπικρος — ἔκπικρος, ον (Α) κατάπικρος … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek